- λήιον
- λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)1. αθέριστοι καρποί τού αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.)2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι3. η λεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον «κέρδος, προϊόν». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα απολαύω* και λεία* (ιων. τ. ληΐη)].
Dictionary of Greek. 2013.